πολυτίμητος — πολυτί̱μητος , πολυτίμητος highly honoured masc nom sg πολυτί̱μητος , πολυτίμητος highly honoured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητος — η, ο 1. αυτός που τον τιμούν πολύ, που τον εκτιμούν πολύ: Πολυτίμητο πρόσωπο. 2. πολύτιμος, βαρύτιμος, μεγάλης αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτίμηθ' — πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc voc sg πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc/fem voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητ' — πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc voc sg πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc/fem voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτω — πολυτῑμήτω , πολυτίμητος highly honoured masc/neut nom/voc/acc dual πολυτῑμήτω , πολυτίμητος highly honoured masc/neut gen sg (doric aeolic) πολυτῑμήτω , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολυτῑμήτω , πολυτίμητος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητον — πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured masc acc sg πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc sg πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured masc/fem acc sg πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτων — πολυτῑμήτων , πολυτίμητος highly honoured fem gen pl πολυτῑμήτων , πολυτίμητος highly honoured masc/neut gen pl πολυτῑμήτων , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτοις — πολυτῑμήτοις , πολυτίμητος highly honoured masc/neut dat pl πολυτῑμήτοις , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτου — πολυτῑμήτου , πολυτίμητος highly honoured masc/neut gen sg πολυτῑμήτου , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτους — πολυτῑμήτους , πολυτίμητος highly honoured masc acc pl πολυτῑμήτους , πολυτίμητος highly honoured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)